Μακεδονιανός

Μακεδονιανός
ο (Α Μακεδονιανός και Μακεδονιακός και Μακεδονικός)
στον πληθ. οι Μακεδονιανοί
οπαδοί τής αίρεσης τού Μακεδονίου, πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος απέρριπτε τη θεότητα τού Αγίου Πνεύματος και πρέσβευε ότι τούτο είναι κτίσμα, αλλ. Πνευματομάχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνιος + κατάλ. -ανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”